ψυχαστής

ψυχαστής
ὁ, Α [ψυχάζω]
1. αυτός που αναπαύεται σε σκιερό τόπο, που δροσίζεται
2. στον πληθ. οἱ Ψυχασταί
τίτλος κωμωδίας τού Στράττιδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”